- υποκαίω
- ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Ανεοελλ.μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζωμσν.-αρχ.βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να τό ψήσω ή να τό θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ.β. «ὑποκαίειν τὴν χύτραν», Γαλ.)αρχ.1. (γενικά) ανάβω φωτιά κάτω από κάτι («πῡρ δὲ ὑποκαίειν κελεύειν», Λουκιαν.)2. παθ. ὑποκαίομαια) καίγομαι λίγοβ) μτφ. διεγείρομαι από έρωτα για κάποιον («ὁ μειρακίσκος αὐτής ἀναφανδὸν ὑπεκαίετο», Παρθ.).
Dictionary of Greek. 2013.